ραγιαδισμός

ραγιαδισμός
ο
η συμπεριφορά του ραγιά (βλ. λ.), η δουλικότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραγιαδισμός — ο, Ν η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού ραγιά, δουλικότητα, αναξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • πτωχοπροδρομισμός — ο, Ν 1. η ιδιότητα που αρμόζει στον Πτωχοπρόδρομο, προσωνυμία που δόθηκε στον ποιητή τού 12ου αιώνα Θεόδωρο Πρόδρομο λόγω τού χαρακτήρα του, μεμψιμοιρία, γκρίνια, κλάψα, μουρμούρα 2. δουλοπρέπεια, ραγιαδισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πτωχοπρόδρομος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”